- δρεπανοφόρος
- δρεπᾰνοφόρος, ον,A = δρεπανηφόρος, τέθριππα Anon.Hist. in Rev. Ét.Gr.5.323.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρεπανοφόρος — δρεπανοφόρος, ον (Α) δρεπανηφόρος … Dictionary of Greek